μεταφυτείᾳ

μεταφυτείᾳ
μεταφυτείᾱͅ , μεταφυτεία
transplanting
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταφυτεία — μεταφυτείᾱ , μεταφυτεία transplanting fem nom/voc/acc dual μεταφυτείᾱ , μεταφυτεία transplanting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφυτεία — μεταφυτεία, ἡ (Α) [μεταφυτεύω] 1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση 2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας …   Dictionary of Greek

  • μεταφυτείας — μεταφυτείᾱς , μεταφυτεία transplanting fem acc pl μεταφυτείᾱς , μεταφυτεία transplanting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφυτείαν — μεταφυτείᾱν , μεταφυτεία transplanting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”